ροβολώ

ροβολώ
ροβολάω αμετ. спускаться; скатываться

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ροβολώ" в других словарях:

  • ροβολώ — άω, Ν 1. κατεβαίνω γοργά από ύψωμα (α. «βλαχούλα ν εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα», δημ. τραγούδι β. «και ροβολούν κατάραχα τ αρνιά γκρεμούς και πλάγια», Γρυπάρ.) 2. εφορμώ ακάθεκτος εναντίον αντιπάλου που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση από τη δική μου …   Dictionary of Greek

  • ροβολώ — κατεβαίνω τρέχοντας από ένα ψηλό μέρος σε χαμηλότερο: Οτσοπάνης ροβόλαγε, για να συγκρατήσει τα σκυλιά. Ουσ. ροβόλημα, το η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ροβολώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ροβολητά — Ν επίρρ. με κατολίσθηση, κατρακυλώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ, μέσω ενός ρηματ. επιθ. ροβολητός] …   Dictionary of Greek

  • ροβολιστά — Ν επίρρ. με ροβόλισμα, κατρακυλιστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ μέσω ενός αμάρτυρου τ. *ροβολιστός] …   Dictionary of Greek

  • ροβόλημα — το, Ν [ροβολώ] 1. το να ροβολάει κανείς, να κατεβαίνει στην πλαγιά, κάθοδος από ύψωμα 2. κατρακύλισμα 3. εφόρμηση από πάνω προς τα κάτω …   Dictionary of Greek

  • ροβόλισμα — το, Ν το να σπρώχνει κανείς κάτι για να ροβολήσει, για να κατρακυλήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ροβολώ + κατάλ. ισμα (< ρ. σε ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ρόβολος — ο, Ν κατήφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει < *ρεβό βολος (< ρέβω «γίνομαι ερείπιο, καταρρέω» + βόλος < βάλλω) με απλολογία (πρβλ. αμφορεύς: αμφιφορεύς), βλ. και λ. ροβολώ] …   Dictionary of Greek

  • ροβολάω — (σπάν. ροβολώ), ροβόλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»